μετασχηματίζων

μετασχηματίζων
μετασχηματίζω
change the form of
pres part act masc nom sg
μετασχηματίζω
change the form of
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετασχηματίζω — (ΑΜ μετασχηματίζω) 1. μεταβάλλω το σχήμα ή τη μορφή είτε εξωτερικώς είτε εσωτερικώς («μετασχηματίζων τὰ πάντα», Πλάτ.) 2. (το μέσ.) μετασχηματίζομαι μεταμφιέζομαι μσν. 1. παραποιώ, διαστρεβλώνω ή αλλοιώνω ένα γεγονός 2. (το μέσ.) α) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”